Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

άμε στον

  • 1 κόρακας

    ο ворон;

    § εφαγα τον κόρακα — я наелся до отвала;

    βγάλε τον κόρακα — тише, перестань (шуметь, кашлять);

    άμε στον κόρακα! — иди к чёрту!;

    όταν θ'άσπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι — когда рак свистнет;

    κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζβι — посл, ворон ворону глаз не выклюет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κόρακας

  • 2 γυρεύω

    (αόρ. γύρεψα) μετ.
    1) искать, разыскивать;

    γυρεύει τον άντρα της — она разыскивает своего мужа;

    γυρεύω δουλειά — искать работу;

    γυρεύω αφορμή — искать повод;

    2) просить, требовать; добиваться, домогаться;
    3):

    γυρεύω να... — пытаться, стараться, прилагать усилия;

    γυρεύω να τον βρώ — я старёюсь его найти;

    4) нищенствовать;
    § τρέχα (или άμε или κάθου) γύρευε а) ищи ветра в поле; б) (подумаешь) какое дело!; велика беда!;

    τί γυρεύεις εδώ;

    а) зачем ты сюда пришёл?; б) как ты сюда попал?;
    στον ουρανό τό[ν] γύρευε και στη γη τό[ν] βρήκε счастье привалило;

    γυρεύει το μπελά του — сам нарывается на неприятности, сам себе готовит неприятность;

    στραβός βελόνα γύρευε μέσα στον αχερωνα погов. искать иглу в стоге сена

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γυρεύω

См. также в других словарях:

  • άμε — επιφών. ρηματικής προέλευσης που σημαίνει παρακίνηση, πήγαινε, φύγε: Άμε στο καλό, άνθρωπέ μου. Στον πληθ. άμετε και αμέτε πηγαίνετε, φεύγετε: Αμέτε στη δουλειά σας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… …   Dictionary of Greek

  • άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… …   Dictionary of Greek

  • ημείς — (AM ἡμεῑς) ονομ. πληθ. τής προσ. αντων. εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. τής ονομ. (ιων. αττ. ἡμεῖς, δωρ. ἁμές, αιολ. ἄμμες) προήλθαν, όπως και στη λατ. (ονομ., αιτ. nos), από το θ. τής αιτ. (ιων. αττ. ἡμέ , δωρ. ἁμέ , αιολ. ἄμμε ) + κατάλ. τών ον. ες (ἡμέ ες …   Dictionary of Greek

  • δέηση — η (AM δέησις) προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό (α. «Σάρρα, άμε, κάμε προσευκή, δέηση στο Θεό μας», Θυσ. Αβραάμ β. «δέησιν ποιεῑσθαι», ΚΔ) αρχ. μσν. η παράκληση, το να παρακαλεί κάποιος για κάτι μσν. 1. το «τρίμορφον» παράσταση στην… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»